καταττικίζω

καταττικίζω
καταττικίζω (Α)
μιλώ ή γράφω κατά την αττική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀττικίζω «μιλώ κατά την αττική διάλεκτο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”